ἔταμ'

ἔταμ'
ἔταμε , τέμνω
cut
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τάμισος — ἡ, ΜΑ πυτιά («τυρὸν πᾱξαι τάμισον δριμεῑαν ἐνεῑσα», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα ταμ τού τέμνω* (πρβλ. αόρ. β ἔταμ ον) με επίθημα σος, που απαντά σε ονομασίες φυτών ή οργάνων (πρβλ. κύτισος, μάδισος). Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”